- κεδρινον
- κέδρινονκέδρῐνοντό (sc. ἔλαιον) кедровое масло Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κέδρινον — κέδρινος of cedar masc acc sg κέδρινος of cedar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέδρινος — ή, ο (Α κέδρινος ίνη, ον) [κέδρος] 1. αυτός που προέρχεται από το κέδρο («κέδρινα ξύλα») 2. αυτός που έχει παρασκευαστεί από ξύλο κέδρου («κέδρινον ἔλαιον», Ιπποκρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κέδρινον πάπ. το πορτοκαλί χρώμα … Dictionary of Greek
κέδριον — κέδριον, τὸ (Α) [κέδρος] δ. γρφ. τού κέδρινον (βλ. κέδρινος) … Dictionary of Greek